- τουρκόφιλος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που πρόσκειται στους Τούρκους και τούς υποστηρίζει2. αυτός που ευνοεί με την πολιτική του την Τουρκία.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -φιλος (< φίλος), πρβλ. Γερμανό-φιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.